- εύβατος
- -η, -ο (ΑΜ εὔβατος, -ον)1. ο ευπρόσιτος, ο ευκολοδιάβατος («οὐ γὰρ εὔβατος περᾱν», Αισχύλ.)2. (για δέντρο) εκείνο τού οποίου φτάνει εύκολα κανείς τα κλαδιά για να κόψει τους καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βατός (< βαίνω), πρβλ. δύσ-βατος].
Dictionary of Greek. 2013.